- τάμπουλα ράζα
- (tabula rasa = άγραφος πίνακας). Όρος της αισθησιαρχίας με τον οποίο χαρακτηρίζεται η συνείδηση του ανθρώπου, που δεν απέκτησε γνώσεις εξαιτίας της έλλειψης εξωτερικών αισθησιακών εμπειριών (π.χ. το νεογέννητο). Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε με ποικίλες σημασίες. Έγινε κυρίως γνωστός από τον Τ. Λοκ όταν τον χρησιμοποίησε στην κριτική θεωρία των έμφυτων ιδεών.
* * *Ν1. άγραφος πίνακας (βλ. πίνακας)2. (στη γνωσιολογία και στην ψυχολογία) προϋποτιθέμενη κατάσταση που αποδίδουν οι εμπειριστές στον ανθρώπινο νου προτού οι παραστάσεις εντυπωθούν σε αυτόν μέσω τής αντίδρασης τών αισθήσεων στον εξωτερικό κόσμο τών αντικειμένων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabula rasa].
Dictionary of Greek. 2013.